Μία συνηθισμένη ημέρα στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο.
Κάθε χρονιά που έρχεται το Φθινόπωρο ασυναίσθητα το μυαλό των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων είναι στην έναρξη των πρωταθλημάτων- της Σούπερ Λιγκ – αλλά και των άλλων κατηγοριών.
Όμως, σαν το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα δεν έχει ρε φίλε, είναι ο ”Βασιλιάς” όλων, είναι το αποκούμπι όσων γουστάρουν το ποδόσφαιρο πραγματικά και βέβαια έχουν φορέσει έστω και μια φορά ποδοσφαιρικά παπούτσια. Και όσων βέβαια …βαριούνται και δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν και πάνε στο γήπεδο για να ξεσπαθώσουν.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ένας ερασιτεχνικός ποδοσφαιρικός αγώνας έχει τη δική του μαγεία…
Κάθε παιδί που σέβεται την παιδική του ηλικία, επιλέγει ήδη από το νηπαγωγείο, να ακολουθήσει ένα επάγγελμα που μάλλον είναι πολύ δύσκολο να καταφέρει να εξασκήσει στην ενήλικη ζωή του. Άλλος θέλει να γίνει αστροναύτης, άλλος επιθυμεί να πιλοτάρει αεροπλάνα και ίσως κάποιος άλλος να θέλει να γίνει γιατρός. Η μεγάλη πλειοψηφία των μικρών αγοριών όμως, ονειρεύεται τη ζωή του ποδοσφαιριστή. Κι αν οι προηγούμενοι έχουν κάποιες λίγες πιθανότητες να κάνουν πραγματικότητα το πρώτο τους όνειρο, εκείνοι που επέλεξαν το τόπι, μάλλον δεν θα τα καταφέρουν, πλην απειροελαχίστων εξαιρέσεων.
Φυσικά αυτό δεν λέει τίποτα, αφού υπάρχει και το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, το αποκούμπι εκείνων που έχουν την καύλα για το ποδόσφαιρο μέσα τους, άλλα όχι και τα απαραίτητα προσόντα ή την απαιτούμενη τύχη, για να κάνουν καριέρα ως επαγγελματίες.
Το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο είναι ένας παράλληλος κόσμος. Έχει του δικούς του άγραφους κανόνες, έχει το δικό του λεξιλόγιο και έχει τις δικές του χαρακτηριστικές φάτσες. Αλλά περισσότερο από όλα, στα ερασιτεχνικά όλα έχουν να κάνουν με το γήπεδο. Γιατί βιώνεις μια τελείως διαφορετική εμπειρία κάθε μέρα στο σπίτι του ποδοσφαίρου. Και κάθε μέρα, είναι κάπως έτσι…
Πριν μπεις στο γήπεδο
Όταν βρίσκεσαι στα αποδυτήρια, είσαι ήδη ευτυχισμένος. Ονειρευόσουν αυτές τις στιγμές από τότε που φορούσες τη φανέλα της αγαπημένης σου ομάδας και έβαζες γκολ ανάμεσα στις γλάστρες της γιαγιάς. Τότε που περιέγραφες ως σπίκερ, την εκπληκτική ντρίμπλα που είχες σκάσει στον αόρατο αμυντικό ενώ λίγο μετά τσαμπουκαλευόσουν με τον τοίχο που είχε πάρει τη θέση του κατσαπλιά του στόπερ. Τώρα κάθεσαι στην ίδια πάντα θέση του ξύλινου παγκακιού και ακούς τον προπονητή που (μεταξύ μας) είναι και λίγο άμπαλος, αλλά διάολε είναι ωραίος τύπος.
Φτιάχνεις κάλτσες, τον κοιτάς που μιλάει δυνατά για να σε τσιτώσει και του φεύγουν λίγα σάλια στον αέρα, αλλά την ίδια στιγμή είναι από πίσω του ο σέντερ φορ που κουνάει τα χείλη του για να κοροϊδέψει κι εσύ παλεύεις για να μη γελάσεις. Την ώρα που δίνει τις οδηγίες του ο κόουτς, σκάει πάντα μύτη ο γραφικός του γηπέδου (όλα τα γήπεδα έχουν έναν τέτοιο), αφήνει τις φανέλες, λέει ένα χαμογελαστό “κανονίστε να χάσετε γαμιόλες, να μας κοροϊδεύουν οι φλώροι” και φεύγει στα γρήγορα. Όταν το παιχνίδι τελειώσει, είναι αυτός που φωνάζει να κάνεις μπάνιο γρήγορα, για να μείνει ζεστό νερό για όλους. Ετοιμάζεις τα γούρια σου και την ώρα που η ομάδα είναι έτοιμη να βγει από τα αποδυτήρια, ψάχνεις μηχανικά με τα μάτια εκείνον τον συμπαίκτη που είναι και φίλος σου. Αν τα βλέμματα σας συναντηθούν, θα κερδίσετε. Το ξέρεις.
Μέσα στο γήπεδο
Βγαίνεις και παίρνεις τη θέση σου στον πάγκο. Πάλι πάγκο γαμώ το κέρατό μου. Βάζει τους τριαντάρηδες ο άλλος και οι εικοσάρηδες μένουν έξω. Υπομονή. Δίπλα σου από τη μια μεριά ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας που ειρωνεύεται τον επόπτη που έτυχε να είναι μπροστά στον πάγκο. Στην άλλη μεριά ένας πιτσιρίκος που ανέβασαν από το εφηβικό και είναι ψαρωμένος ακόμα. Αν είσαι βασικός το πράγμα αλλάζει. Ξέρεις ότι δεν πρέπει, αλλά τσεκάρεις τους αντίπαλους έναν-έναν και ενώ δεν σε φοβίζει στα αλήθεια, σου κακοφαίνεται αν οι άλλοι είναι πιο ψηλή ομάδα από τη δική σου. Το ματς αρχίζει, και ήδη έχεις κόψει από πάνω μέχρι κάτω τον αντίπαλο που ξέρεις ότι θα έχεις τις περισσότερες κόντρες. Τον έχεις ρε.
Πας να εκτελέσεις πλάγιο ακριβώς μπροστά στην εξέδρα και βλέπεις τους κολλητούς, να λένε μαλακίες για τα μαλλιά σου. Το γέλιο κατακλύζει κάθε κύτταρο σου, αλλά δεν πρέπει να γελάσεις ρε, αγώνα παίζεις! Κρατιέσαι. Το παιχνίδι τελειώνει, κερδίζεις, χάνεις, φέρνεις ισοπαλία, προκρίνεσαι, παίρνεις κούπα, πέφτεις κατηγορία, δεν έχει σημασία. Χειροκροτείς την εξέδρα με τη φανέλα στον ώμο και τα κορδόνια λυμένα. Και τι έγινε που είναι μόνο 10 άτομα; Μετά πας για δουλειά, πας για φαγητό, πας σπίτι. Μαζί σου θα πάρεις τη χαρά ή τη λύπη κι εκείνο το “γαμώτο” που δεν έβαλες το πόδι σου λίγο καλύτερα στο 90′ και έχασες την ευκαιρία. Την επόμενη φορά…
Γύρω από το γήπεδο
Οι απ’ έξω θα ήθελαν πολύ να είναι από μέσα. Αυτός είναι ο λόγος που η εξέδρα είναι μόνιμα στην τσίτα. Συγγενείς παικτών, παππούδες που ακολουθούν την ομάδα από την εφηβεία τους και “δεν παίζουνε μπάλα όπως παίζαμε εμείς τότε ρε” και συμμαθητές του πιτσιρικά που φαίνεται ότι το’ χει και θα παίξει Α’ εθνική μια μέρα. Εσύ πας κυρίως για τον χαβαλέ. Ηλιόσποροι στα χέρια, φόρμα και γυαλί ηλίου οπωσδήποτε, κάθεσαι ακριβώς πίσω από τον επόπτη και τον μπινελικώνεις από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Η εξέδρα έχει κι αντιπάλους, αλλά κλάιν, είναι ήσυχοι. Μαζί θα μπινελικώσετε τον διαιτητή αφού θα διαπιστώσετε από κοινού ότι μια ζωή στα τοπικά θα παίζει, γιατί δεν είναι πληρωμένος αλλά άσχετος. Έχεις κάτσει στις τάβλες στην πάνω σειρά για να ακουμπάς πλάτη στον τοίχο που έχει να βαφτεί καμιά δεκαριά χρόνια και καυλαντίζεις με το μπακ που έφαγε κόκκινη την προηγούμενη αγωνιστική και είναι εκτός αποστολής. Τελειώνει το παιχνίδι, χειροκροτάς, περιμένεις να φύγει ο κόσμος και φεύγεις τελευταίος.
Πώς διάολο θα περάσει η εβδομάδα γαμώ; Εκτός παίζουμε; Δύο εβδομάδες. Θλίψη…
Πηγή: www.sport24epirus.gr