Πάρτε 5 λεπτά από το χρόνο σας για να επιστρέψετε στην παιδική σας ηλικία.

Όλα άρχιζαν έτσι. Ποιος θα χωριστεί ..;;;

Το τελετουργικό πριν από κάθε παιχνίδι ήταν αυτό, η στιγμή που ξεκινούσε η πρόκληση. Πολλές φορές η επιλογή των συμπαικτών ήταν αποφασιστικής σημασίας, στην αρχή διάλεγες πάτα τους καλύτερους. Αρχηγοί ήταν οι δυο ισχυρότεροι, έτσι ώστε να είναι όλοι σίγουροι ότι δεν θα έπαιζαν μαζί και ότι τουλάχιστον θεωρητικά το παιχνίδι θα ήταν ισορροπημένο.

Η επιλογή των συμπαικτών από μόνη της ήταν μια κρίσιμη στιγμή για το αποτέλεσμα του αγώνα, αλλά και για τη φήμη όλων όσων θα συμμετείχαν. Η στιγμή ήταν σημαντική, ειδικά γι’ αυτούς που παρακαλούσαν να είναι στην ομάδα σου κι εσύ έπρεπε να τους κάνεις το χατίρι και να τους διαλέξεις.

Ο πρώτος που θα διάλεγες ήταν αυτός που όλοι ήθελαν να έχουν μαζί τους, ,αυτός που θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον κάθε παίκτη.. Στη συνέχεια, διάλεγες πάτα ανάλογα με τις δεξιότητες και την συμπάθεια. Δεν ήταν ποτέ εύκολο να διαλέξεις, τα προβλήματα ήταν μεγάλα καθώς πολλές φορές οι φιλίες χαλούσαν έστω και για λίγες μέρες…

Ένα κρίσιμο ερώτημα: Ποιος θα είναι τερματοφύλακας;.. Σε ένα πράγμα που όλοι συμφώνησαν, ήταν ότι ο καλύτερος ποτέ δεν θα καθόταν στο τέρμα…
Δύο γκολ βάλουμε ή φάμε κι αλλάζουμε, εντάξει;
«Εντάξει, εντάξει» και πολλές φορές ξεχνούσαμε να αλλάξουμε τέρμα και ο άλλος συνήθιζε στην ιδέα όσο περνούσε η ώρα. Υπήρχαν ατελείωτες μάχες και φωνές στον τερματοφύλακα ο οποίος διάλεγε να παίζει μακριά από την εστία του σαν παγκό..

Ένα άλλο ζήτημα το δημιουργούσαν αυτοί που ήταν πάντα αργοπορημένοι και ρωτούσαν ενώ το παιχνίδι είχε ανάψει για τα καλά αν μπορούν να παίξουν… Συνήθως αν ήταν δυο άτομα έβαζαν »μήλο »ρόδο» και διαλέγαμε..

Αυτός που είχε την μπάλα, ανά πάσα στιγμή μπορούσε να διακόψει το παιχνίδι και να σηκωθεί να φύγει , όλες οι αποφάσεις του έπρεπε να γίνουν αποδεκτές, ειδικά αν δεν υπήρχε δεύτερη μπάλα..

Έτσι ζήσαμε οι περισσότεροι.. Παίζαμε παντού.. στο πάρκο, στους δρόμους, στο πάρκινγκ, όπου μπορούσες να φτιάξεις δύο τέρματα ή ακόμα και να φανταστείς δυο τέρματα..

Στο σχολείο αγώνες είχαν το ημίχρονο όταν χτυπούσε το κουδούνι για μάθημα, ενώ πολλές φορές οι μάχες συνεχιζόταν μετά το σχολείο. Ιδανικές στιγμές για μπάλα ήταν οι καλοκαιρινές διακοπές, ένα παιχνίδι με άπειρη διάρκεια κάθε μέρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Το σημαντικό ήταν να είμαστε τουλάχιστον τέσσερις για να παίξουμε ακόμα και δύο εναντίον δύο.

Φορούσαμε την φανέλα του ινδάλματος μας η οποία δεν χρειαζόταν να είναι αυθεντική αλλά για μας ήταν ιερή και έτσι αισθανόμασταν υπερήρωες. Αν δεν φορούσες την φανέλα του ινδάλματος σου, επαναλάμβανες σε κάθε φοβερή ενέργεια που έκανες με την μπάλα ποιος ποδοσφαιριστής είσαι και φώναζες το όνομα του, να το ακούσουν όλοι.

Ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα ήταν πάντα το δοκάρι, συνήθως ποτέ δεν ξέραμε αν ένα γκολ έπρεπε να μετρήσει αν η μπάλα περνούσε ψηλά πάνω από τα χέρια του τερματοφύλακα και υπήρχαν στιγμές όπου χάναμε πολύ ώρα μέχρι να βρεθεί η χρυσή τομή και να συνεχιστεί το παιχνίδι..

Ο δρόμοι, τα χωράφια, το τσιμέντο, τα αγριόχορτα, ο λάκκος ήταν το Σαν Σίρο και το Μπερναμπέου μας και τα παιδιά που δεν έπαιζαν, συνήθως μικρότερα, καθόταν και μας παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα..

Τις στιγμές που δεν παίζαμε μπάλα, το θέμα μας ήταν το παιχνίδι, το ποιος κέρδισε τις περισσότερες φορές, τα γκολ που μπήκαν, ποιος έπαιξε καλά ενώ δεν το περίμενες και άλλα πολλά. Πολλές φορές κάναμε πλάκα και άλλες φορές μαλώναμε για να υπερασπιστούμε το γεγονός ότι η ομάδα μας ήταν καλύτερη… Ενώ τα έκανες όλα αυτά, ήλπιζες να φορέσεις την αυθεντική φανέλα της ομάδας σου μια μέρα, με το επώνυμο σου πίσω και να γίνεις εσύ είδωλο.

Το παιχνίδι τέλειωνε όταν κάποιος έφευγε επειδή είχε αργήσει. Αυτό ήταν το σήμα. Τον φώναζαν οι γονείς του, το φαγητό είναι έτοιμο, δεν θα σ’ αφήσω αύριο να βγεις.. Και ξόδευες όλο τον χρόνο σου να παρακαλάς για να σ’ αφήσουν να βγεις και την άλλη μέρα και ορκιζόσουν ότι θα γυρίσεις νωρίς, πριν νυχτώσει και έπλεκες το εγκώμιο σου για το πόσο καλός είσαι και ότι σκόραρες ένα γκολ απίστευτο και ότι χωρίς εσένα δεν μπορεί να παίξει η ομάδα σου γιατί είσαι ο καλύτερος.

Λείπουν εκείνες οι μέρες, οι μέρες που κλώτσαγες την μπάλα με τους φίλους σου όλη την ώρα, όπως και οι συζητήσεις καθισμένοι στο πεζοδρόμιο, εξηγώντας ο ένας στον άλλον τα κατορθώματά του.

Υπήρχε μαγεία στον αέρα, υπήρχε η μαγεία των ονείρων, η επιθυμία να κάνεις αυτό που είδες στην τηλεόραση, υπήρχε η μαγεία του ποδοσφαίρου, δεν έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια, αλλά φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει.

Δύσκολα βλέπεις παιδιά να παίζουν μπάλα στις γειτονιές, δεν ακούς κανέναν να φωνάζει «γκολ», με το πάθος εκείνων των χρόνων, δεν υπάρχουν τα ματωμένα γόνατα τα οποία μάτωσαν για να σώσουν ένα σίγουρο γκολ. Νοσταλγείς αυτά τα χρόνια, τα γκολ που έβαλες, τα παιχνίδια που έπαιξες, γιατί στην παιδική ηλικία ήμασταν όλοι φαινόμενα.

Είμαστε οι αναμνήσεις μας, είμαστε αυτά που έχουμε περάσει και έχουμε περάσει ένα μεγάλο μέρος της ύπαρξής μας πίσω από μια μπάλα. Τα θυμόμαστε όλα, γελάμε και ταξιδεύουμε πίσω στο χρόνο, στις αναμνήσεις μας, στις προκλήσεις μας, στα γκολ και στις βεντέτες με τις γειτονιές…

ΠΗΓΗ:https://www.facebook.com/nikos.fotiadis.